- κακοτέχνῳ
- κακότεχνοςusing evil practicesmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοτεχνώ — (Α και κακοτεχνῶ, έω) [κακότεχνος] νεοελλ. 1. κατασκευάζω κάτι κακότεχνα 2. μιμούμαι άτεχνα έργο τέχνης αρχ. 1. ενεργώ με δόλο και πονηρία, μεταχειρίζομαι κακά τεχνάσματα, είμαι πανούργος («κακοτεχνῶν δὲ φαίνει περὶ τὰς διαθήκας», Δημοσθ.) 2.… … Dictionary of Greek
κακοτέχνημα — το (Α κακοτέχνημα) [κακοτεχνώ] νεοελλ. κακοφτειαγμένο έργο, έργο κακής τέχνης αρχ. κακό, φαύλο τέχνασμα … Dictionary of Greek
κακοτεχνίζω — (Α) [κακότεχνος] κακοτεχνώ* … Dictionary of Greek